- προλαμβάνει
- προλαμβάνωtakepres ind mp 2nd sgπρολαμβάνωtakepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιτετανικός — ή, ό αυτός που προλαμβάνει ή εξουδετερώνει τον τέτανο … Dictionary of Greek
επιγλωττίδα — Πτυχή από τένοντα πίσω από τη γλώσσα. Κρέμεται πάνω από την είσοδο στον λάρυγγα και προλαμβάνει την είσοδο σε αυτόν τροφής ή υγρών. επιγλωττίτιδα. Σοβαρή και ενίοτε μοιραία φλεγμονή της ε. (του ιστού που κρέμεται στο πίσω μέρος του λαιμού και… … Dictionary of Greek
ρουτίνη — η, Ν (φαρμ.) ετεροζίτης που υπάρχει στα φύλλα τού απήγανου και άλλων φυτών, όπως τής τομάτας, τής τριανταφυλλιάς κ.ά., και ο οποίος αυξάνει την τονικότητα τών αγγειακών τοιχωμάτων και προλαμβάνει τις αιμορραγικές διαταραχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
καροτίνιο — Χρωστική ουσία της ομάδας των καροτινοειδών με πορτοκαλοκίτρινο χρώμα. Βρίσκεται στα φυτά (κυρίως στα καρότα) και στα ζώα (στη λέκιθο του αβγού, στο όστρακο των μαλακίων κ.ά.). Το συνηθισμένο κ. είναι μείγμα τριών ισομερών υδρογονανθρακικών… … Dictionary of Greek